- σιάλῳ
- σίαλονspittleneut dat sgσίαλοςfat hogmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιαλώ — όω, Α [σίαλος (ΙΙ)] 1. τρέφω, παχύνω κάτι 2. στιλβώνω, λειαίνω κάτι … Dictionary of Greek
περισιαλώ — όω, Α διακοσμώ, κεντώ κάτι ολόγυρα («ἐποίησαν τοὺς λίθους τῆς σμαράγδου περισεσιαλωμένους χρυσίῳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σιαλῶ «στιλβώνω, κάνω κάτι να λάμπει» (πρβλ. Ησύχ. «σιαλῶσαι ποικῖλαι»)] … Dictionary of Greek
προχρίω — Α 1. διαβρέχω, αλείφω προηγουμένως με κάτι («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», Λουκιαν.) 2. χρίω, δίνω προηγουμένως το χρίσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρίω «αλείφω»] … Dictionary of Greek